- φυσιογνωμοσύνη
- φῠσιογνωμ-οσύνη, ἡ,A = φυσιογνωμονία, Pall. in Hp.2.124 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυσιογνωμοσύνῃ — φυσιογνωμοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιογνωμοσύνη — ἡ, Α [φυσιογνώμων, ονος] φυσιογνωμονία … Dictionary of Greek